- εικάζω
- (AM εἰκάζω)συμπεραίνωνεοελλ.(παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεταιμού φαίνεταιαρχ.1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω2. παραβάλλω, παρομοιάζω3. περιγράφω με παρομοίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το λεσβ. εικάσδω (πρβλ. ομηρ. FεFίσκω) πιθ. < *FεFικάζω < ΙΕ ρ. *weik- «αληθεύω, ομοιάζω». Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για μεταρρηματικό ή για μετονοματικό παράγωγο από το θ. της λ. εικών*. Το ρ. εικάζω και οι συγγενείς προς αυτό λέξεις σήμαιναν αρχικά «εικόνα, ομοιότητα», κατόπιν δε μετέπεσαν στη σημ. «σύγκριση, σύνδεση».ΣΥΝΘ. απεικάζω, προεικάζωαρχ.επεικάζω, κατεικάζω, παρεικάζω, προσεικάζω, συνεικάζω].
Dictionary of Greek. 2013.